Νατάσα Θεοδωρίδου-Χουάν Φαρουκίτο: Αυτός, αυτή και το φλαμένκο
Ο ελληνικός νταλκάς «παντρεύεται» με το ισπανικό πάθος στη σκηνή του «Φωταερίου»
Νατάσα Θεοδωρίδου
«Δίνω στον Χουάν τον κόσμο μου, μου δίνει τον δικό του»
Ένα ταξίδι αναψυχής στην Ισπανία και μια παράσταση στην πατρίδα του φλαμένκο, την Ανδαλουσία, έγιναν η κινητήριος δύναμη για τη Νατάσα Θεοδωρίδου ώστε να οραματιστεί και έπειτα από δυόμισι χρόνια να υλοποιήσει μια φαινομενικά αταίριαστη, αλλά συναρπαστική, όπως εξελίσσεται, συνεργασία. «Είχα παρακολουθήσει πολλές φορές παραστάσεις φλαμένκο. Εκείνη τη φορά, όμως, στο πλαίσιο ενός ταξιδιού αναψυχής στην Ισπανία ήταν το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα και είπα στην παρέα μου: αυτό που βλέπω στη σκηνή πρέπει με κάποιον τρόπο να το κάνω στην Αθήνα. Δεν ήξερα πώς και τι. Ήξερα μόνο ότι έπρεπε να το κάνω. Αυτό συνέβη πριν από περίπου δυόμισι χρόνια. Αναζητώντας τον κατάλληλο άνθρωπο με τον οποίο θα μπορούσαμε να φτιάξουμε μια παράσταση εδώ, όλα και όλοι με οδήγησαν στον Χουάν, έναν άνθρωπο που δεν χορεύει απλώς. Δεν πατά στη γη. Όσοι μου είχαν μιλήσει για εκείνον είχαν εντέλει δίκιο», αφηγείται η ίδια. Λέει ακόμη ότι ταξίδεψε στο Λονδίνο προκειμένου να συναντήσει τον Ισπανό χορευτή και να του εξηγήσει όσα εκείνη είχε κατά νου.
Πλέον, με τις πρόβες σε πλήρη εξέλιξη, η Νατάσα Θεοδωρίδου αισθάνεται δικαιωμένη. «Αυτή τη στιγμή νιώθω ότι δικαιώνομαι. Δεν σου κρύβω ότι είχα κι εγώ τις αμφιβολίες μου. Πώς θα γίνει η παράσταση; Τι θα γίνει; Τι θα καταλάβει ο Χουάν; Στη συγκεκριμένη περίπτωση το στοίχημα δεν είναι μόνο η χημεία μεταξύ δύο καλλιτεχνών αλλά και να καταλαβαίνουν και οι δύο τι ακριβώς κάνουν. Εδώ ο Χουάν δεν μεταφέρει απλώς τον εαυτό του, όπως κι εγώ δεν μεταφέρω απλώς τη Νατάσα. Προσπαθούμε να παντρέψουμε αρμονικά δύο διαφορετικούς κόσμους. Στη σκηνή υπάρχει μια ανταλλαγή. Του δίνω τον κόσμο μου και μου δίνει τον δικό του. Παρατηρώ ότι ακόμη και ο τρόπος που τραγουδάω είναι διαφορετικός γιατί ο Χουάν μου δίνει μια διαφορετική ενέργεια με την παρουσία του. Είναι μια μοναδική στιγμή», εξηγεί.
Αναρωτιέμαι πώς μια στιβαρή λαϊκή τραγουδίστρια αποφάσισε να ενδώσει στον πειρασμό του πειραματισμού και αν φοβήθηκε να τολμήσει το πάντρεμα ελληνικού λαϊκού τραγουδιού και φλαμένκο. «Δεν με φόβισαν ο πειραματισμός και η αναζήτηση. Αλίμονο αν ο καλλιτέχνης δεν ανοίγεται. Δεν μπορεί ο δρόμος που ακολουθώ στο τραγούδι να μειώσει τη διάθεση ή την επιθυμία να συμπράξω με έναν άλλον καλλιτέχνη, είτε Ισπανό είτε Ελληνα. Θα μπορούσα να συνεργαστώ με μια μεγάλη ορχήστρα, λόγου χάρη. Πιστεύω ότι ο κόσμος καταλαβαίνει τις προθέσεις και δεν αντιδρά αρνητικά σε τέτοιες συνέργειες. Είναι ωραίο να ψάχνεσαι και να βρίσκεσαι με ανθρώπους μιας άλλης κουλτούρας. Τα τραγούδια μου είναι αυτά που είναι. Στο “Αχάριστη καρδιά” και 40 βιολιά να βάλεις και πάλι το “Αχάριστη καρδιά” θα είναι. Είναι ωραίο να ανταλλάσσεις και να συνδιαλέγεσαι με άλλους καλλιτέχνες. Εκεί βλέπεις ότι οι διαφορετικότητες και οι διαφορές τελικά συναντώνται», επισημαίνει. Όταν τη ρωτώ αν θα αποτολμήσει να χορέψει επί σκηνής, είναι μάλλον διστακτική. «Εντάξει, κάτι απλό μπορεί να το κάνω», λέει γελώντας. Αλλωστε μοιάζει να εμπιστεύεται απόλυτα τον παρτενέρ της Χουάν Φαρουκίτο. «Είναι πολύ καλός επαγγελματίας. Είμαστε εδώ από την Κυριακή, τρέχουμε πανικόβλητοι και δεν άκουσα να παραπονεθεί για το παραμικρό ή να πει ότι κουράστηκε. Είναι στρατιώτης. Οσο νευρικός είναι στον χορό τόσο ευγενικός και ευχάριστος είναι εκτός σκηνής». Γιατί, όμως, το φλαμένκο ασκεί αυτή την αναπόδραστη -καταπώς φαίνεται- γοητεία στη λαοπρόβλητη ερμηνεύτρια; «Τι με γοητεύει στο φλαμένκο; Δεν μου έκανε ποτέ κέφι να μάθω να χορεύω. Οταν όμως βλέπεις ανθρώπους να χορεύουν φλαμένκο, νιώθεις κάτι να χτυπάει κατευθείαν μέσα στην καρδιά σου. Αν δεις τις εκφράσεις που παίρνουν οι χορευτές, θα καταλάβεις ότι οι δικές μας εκφράσεις, των τραγουδιστών εννοώ, ωχριούν. Χορεύουν και είναι σαν να επικοινωνούν μια κατάσταση, ένα συναίσθημα. Είναι τόσο έντονες και πονεμένες οι εκφράσεις που οι παραστάσεις τους μοιάζουν μαγικές. Από την άλλη, όλα τους τα τραγούδια μιλούν για έρωτα. Τι πιο οικείο σε μας; Φανταστείτε ότι τώρα που κάνουμε πρόβα τα τραγούδια μου, μολονότι ο Χουάν δεν ξέρει ούτε τι λένε ούτε σε τι αναφέρονται, αντιλαμβάνεται και εισπράττει το αίσθημα. Συγχρονιζόμαστε απόλυτα», εξηγεί.
Η συγκεκριμένη περίοδος είναι μάλλον μεταβατική για τη Νατάσα Θεοδωρίδου. Αυτό τουλάχιστον προδίδει η απόφασή της να αλλάξει δισκογραφικό σπίτι και να ενταχθεί στο δυναμικό της Heaven Music. Λέει ότι της αρέσουν οι αλλαγές και ότι στη νέα της εταιρεία έχει βρεθεί κοντά σε ανθρώπους ορεξάτους για δουλειά, με τους οποίους συνεργάζεται αρμονικά. Το νέο βήμα της θα επιστεγάσει σε λίγες ημέρες η κυκλοφορία του single με τίτλο «Ανήσυχος καιρός». Μιλώντας για αλλαγές και αναθεωρήσεις, δεν μπορώ παρά να τη ρωτήσω πόσο έχει μετατοπιστεί η δική της ζωή τα τελευταία χρόνια, όπου όλα μικραίνουν και όλα συρρικνώνονται. «Υπάρχουν γύρω μας κατήφεια, αγωνία, απόγνωση. Η απόγνωση είναι το πιο θλιβερό συναίσθημα που μπορεί να έχει ένας άνθρωπος. Είναι σαν να είσαι στο πουθενά. Θλίβομαι γι’ αυτό. Προσωπικά, η ζωή μου έχει αλλάξει ραγδαία, αλλά δεν με νοιάζει. Αφού είμαι υγιής και δουλεύω, τη βρίσκω την άκρη μου. Μπορώ να οργανώσω τη ζωή μου με όλα τα δεδομένα. Και με τα πολλά και με τα λίγα, και με αφθονία και χωρίς. Αυτό που στ' αλήθεια με θλίβει είναι ότι μας κοροϊδεύουν κατά πρόσωπο, αφού νιώθεις πως μολονότι δεν έχεις την τεχνογνωσία ή την επάρκεια να κυβερνήσεις έναν τόπο βλέπεις τη λύση που δεν βλέπουν οι πολιτικοί. Τα γρανάζια αυτού του τόπου είναι τόσο σκουριασμένα και πολυδουλεμένα που φτάνεις στο σημείο να πεις ότι πρέπει να γίνει ένα στοπ, να σβηστούν όλα και να ξεκινήσουμε από την αρχή. Αυτή την αίσθηση έχω», λέει. Τη ρωτάω αν συνηθίζει να δρα αναλόγως στη ζωή της. «Μια και δυο το ’χω κάνει; Γι’ αυτό είναι η λύση μου αυτή. Αν πας να χτίσεις πάνω στο πρόβλημα, χτίζεις πρόβλημα. Αν χτίσεις σε κάτι καινούριο, έχεις το λιγότερο προοπτική. Επειδή είμαι φύσει και θέσει αισιόδοξος άνθρωπος, βλέπω ότι όλα μπορούν να γίνουν. Καλύτερα λοιπόν να χτίζεις πάνω σε καινούρια και καθαρά θεμέλια παρά να προσθέτεις και να προσθέτεις σε ένα σαθρό έδαφος. Κάποια στιγμή θα καταρρεύσεις».
Εκτός σκηνής, η Θεοδωρίδου είναι απλώς η Νατάσα. Λέει ότι ζει μια ήρεμη και -μετρημένη εξ όσων καταλαβαίνω- ζωή. «Οι μέρες μου είναι ήσυχες, πλην των περιόδων όπου έχω παραστάσεις ή εγγραφή δίσκου. Ειδικά η ηχογράφηση είναι μια δύσκολη φάση στην οποία δεν έχεις σπίτι, δεν έχεις παιδιά, δεν έχεις φίλους, όλα ξεκινάνε και τελειώνουν στο στούντιο. Οι “κανονικές” μου ημέρες είναι ωραίες. Και ήσυχες. Μου αρέσει να κάθομαι σπίτι, να κάνω ταξίδια και να βρίσκομαι με φίλους. Με κάνει χαρούμενη ό,τι και όλους μας. Μου αρέσει πάρα πολύ να βλέπω τηλεόραση. Τι βλέπω; Οτιδήποτε έγκυρο και οτιδήποτε άκυρο. Μου αρέσει πολύ ο γαλλικός κινηματογράφος. Και το διάβασμα. Εχω όμως ένα ελάττωμα. Αφήνω βιβλία στη μέση. Βρίσκω κάποιο άλλο βιβλίο που μου κινεί το ενδιαφέρον και μετά από καιρό επιστρέφω σε εκείνα που έχω αφήσει. Τα τελειώνω πάντως όλα. Σε διαφορετικούς χρόνους, αλλά τα τελειώνω».
Της λέω πως οι ήσυχες ημέρες που περιγράφει μοιάζουν κάπως κόντρα με τις έντονες νύχτες που εκ των πραγμάτων ζει μια λαϊκή τραγουδίστρια. «Είμαι 30 χρόνια στη δουλειά. Και δεν μ’ έχει κουράσει ούτε η δουλειά, ούτε η νύχτα. Δεν είναι άγρια η νύχτα. Η νύχτα είναι η δουλειά μου. Είναι ένα δεδομένο που το ’χω σχεδόν στο DNA μου πια. Δεν έχω αναρωτηθεί ποτέ “πού θα πάω τα Χριστούγεννα” ή “πού θα βγω το σαββατόβραδο;”, γιατί πάντα δουλεύω. Είμαι ευτυχής με τη δουλειά μου. Μου αρέσει που ετοιμάζομαι στο καμαρίνι για να βγω στη σκηνή. Είναι η ώρα που συναντιέμαι με τον κόσμο. Το τραγούδι αυτό είναι: η επαφή». Τι δηλαδή; Δεν σκέφτηκε ποτέ να κατεβάσει ρολά, να τα αφήσει όλα και να αποτραβηχτεί; «Να σκεφτώ να τα παρατήσω; Ποτέ! Πού να πάω; Τι να κάνω; Πρέπει να έχεις φτάσει σε τέλμα για να πεις αυτό το πράγμα. Ούτε στα δύσκολα δεν το ’πα. Μη βλέπεις τι φαίνεται, έχει και δύσκολα η δουλειά μας». Ναι, αλλά η δική της καριέρα δεν έχει σημαδευτεί από αποτυχίες. Το αντίθετο μάλιστα. «Αποτυχίες παταγώδεις δεν έχω κάνει. Εχει συμβεί όμως κάτι που ενώ όλοι θεωρούσαν πολύ ωραίο εγώ ήθελα να το κάνω λίγο καλύτερα. Αλλά ήμουν μικρή, δεν είχα το μυαλό τότε. Αποτυχία θεωρώ κάποιες συνεργασίες μου που πήγαν καλά εμπορικά, αλλά όχι σε προσωπικό επίπεδο. Και αυτές θα μπορούσα να τις είχα αποφύγει. Αν, όμως, τα είχα αποφύγει όλα, πώς θα αποκτούσα την εμπειρία και την ωριμότητα; Γενικά είμαι άνθρωπος χαλαρός. Έρχονται τα πράγματα, τα φιλτράρω, τα βλέπω, τα διαβάζω και αν κάτι δεν γίνεται, δεν χάλασε και ο κόσμος. Και αν κάτι δεν πάει καλά, δεν ήρθε και το τέλος του κόσμου. Δεν είχα ποτέ υστερία ούτε στη δουλειά μου ούτε στη ζωή μου. Ξέρεις, όσο μεγαλώνεις, διώχνεις τα βάρη από πάνω σου, αφήνεις τα περιττά. Ήμουν πάντα ήσυχη και πλέον είμαι παραπάνω ήσυχη. Δεν μου άρεσε ποτέ να καβγαδίζω, να δημιουργώ εντάσεις, να προκαλώ ή να με προκαλούν. Απλώς δεν βρίσκω τον λόγο».
Χουάν Φαρουκίτο
«Με γοητεύουν η ταπεινότητα και η καλοσύνη της Νατάσας»
Για τον Χουάν Φαρουκίτο το φλαμένκο είναι κάτι περισσότερο από τέχνη. Μοιάζει με αληθινή ιερουργία. Ο αείμνηστος παππούς του Ελ Φαρούκο θεωρείται ο πατριάρχης του φλαμένκο στην Ανδαλουσία, ενώ αμφότεροι οι γονείς του είναι χορευτές φλαμένκο. Ως αυτοδίδακτος χορευτής, βρίσκεται ανελλιπώς στη σκηνή από τα 5 του χρόνια. Στα 27 χρόνια της καλλιτεχνικής δραστηριότητάς του, ο Φαρουκίτο έχει γυρίσει πολλές φορές τον κόσμο, έχει δώσει παραστάσεις σε μητροπόλεις του κόσμου και έχει αποσπάσει διθυραμβικά σχόλια από τον Τύπο.
Τίποτα βέβαια απ’ όλα αυτά δεν προδίδεται από την απλότητα και την προσήνεια με την οποία συμπεριφέρεται όσο φωτογραφίζεται με το νέο καλλιτεχνικό ταίρι του, τη Νατάσα Θεοδωρίδου. «Η Νατάσα αγαπάει το φλαμένκο. Είχε δει μια παράσταση στην Ανδαλουσία και, όπως λέει, μαγεύτηκε. Συμπτωματικά ένας Ελληνας μουσικός που παίζει στην ορχήστρα μου γνώριζε μουσικούς από την ορχήστρα της Νατάσας. Αυτός έγινε η γέφυρα για την ευόδωση της συνεργασίας», αφηγείται σχετικά με τη -σε πρώτη εκτίμηση- ετερόκλητη συνεργασία. Ωστόσο, η μουσική είναι από μόνη της μια γλώσσα οικουμενική. Κι αυτό ο Φαρουκίτο το γνωρίζει από πρώτο χέρι. «Αν και υπάρχουν σαφείς διαφορές μεταξύ του φλαμένκο και της ελληνικής λαϊκής μουσικής, δεν με παραξένεψε η πρόθεση της Νατάσας να συνεργαστούμε. Και άλλες φορές έχω επιχειρήσει συμπράξεις που θα μπορούσε κανείς να τις χαρακτηρίσει ετερόκλητες. Εχω εμφανιστεί, π.χ.. στο Μουσείο του Λούβρου με έναν τραγουδιστή όπερας, ενώ πριν από λίγα χρόνια συνεργάστηκα με μια μπάντα με την οποία οργανώσαμε μια φιέστα για ένα γενέθλιο πάρτυ της Μαντόνα. Εχω συνηθίσει να προσαρμόζομαι σε διαφορετικά είδη».
Τον ρωτάω τι θα δούμε επί σκηνής στη σύμπραξή του με τη Νατάσα. Πώς οι δυο τους αποφάσισαν να μοιράσουν την τράπουλα. «Από τη μία θα προσαρμοστούμε εγώ και η μπάντα μου στη μουσική της Νατάσας, από την άλλη θα υπάρχουν και κάποια μέρη φλαμένκο στα οποία θα βασιστώ στον αυτοσχεδιασμό. Αλλωστε οι ρίζες του φλαμένκο βρίσκονται στον αυτοσχεδιασμό. Κάθε μουσικός και χορευτής έχει τα εργαλεία του, την έμπνευση πάνω στην οποία θα γίνει το αυτοσχεδιαστικό κομμάτι. Η σταθερή δομή θα είναι οι ρυθμοί που θα ακολουθήσουμε. Στην παράσταση θα υπάρχουν φυσικά πολλά τραγούδια της Νατάσας, τα οποία, όμως, έχουν διασκευαστεί πιο κοντά στον ρυθμό του φλαμένκο», εξηγεί. Οταν δέχτηκε την πρόταση της Νατάσας Θεοδωρίδου να συμπράξουν σε μια παράσταση, ο Φαρουκίτο άρχισε να σκαλίζει το παρελθόν της άγνωστης σε εκείνον ως τότε λαϊκής τραγουδίστριας. «Εννοείται ότι έκατσα και άκουσα τραγούδια της Νατάσας στο YouTube. Ποιο μου άρεσε περισσότερο; Το “Δεν σε νοιάζει για μας”, το οποίο το περιλάβαμε και στην παράσταση. Μου θυμίζει μια τσιγγάνικη μελωδία. Είναι απίστευτο πόσο πολύ μοιάζουν οι ρυθμοί των δύο τραγουδιών», λέει μάλλον ενθουσιασμένος. Αναρωτιέμαι τι αποκομίζει από τη συνεργασία του με τη Νατάσα Θεοδωρίδου. «Η Νατάσα, ενώ είναι μια μεγάλη καλλιτέχνις, είναι πολύ φιλική και καταδεκτική με τους συνεργάτες της. Προσέχει και φροντίζει όχι μόνο τους μουσικούς της, αλλά και τους καλεσμένους της, εμάς. Η ταπεινότητα, η καλοσύνη και η ευαισθησία της αναδεικνύονται στον τρόπο που ερμηνεύει τελικά τα τραγούδια», παρατηρεί ο Φαρουκίτο.
Ο Φαρουκίτο δεν μπορεί να φανταστεί τη ζωή του χωρίς τον χορό. Για εκείνον δεν πρόκειται για μια δουλειά ή για την τέχνη του. Το φλαμένκο είναι η ίδια η ζωή του. «Οι γονείς μου είναι και οι δύο καλλιτέχνες του φλαμένκο. Οπως και ο παππούς μου, ο Φαρούκο, ο οποίος θεωρείται πατριάρχης του είδους. Είχα την τύχη να ταξιδέψω μαζί τους σε πολλά μέρη της Γης. Στην αρχή απλώς τους συνόδευα στα ταξίδια που έκαναν για τις παραστάσεις. Σιγά-σιγά, όμως, συμβιώνοντας μαζί τους και παρακολουθώντας τις παραστάσεις, μάθαινα κι εγώ να χορεύω. Χωρίς να το καταλάβω βρέθηκα στη σκηνή. Οι γονείς μου μού λένε ότι πρώτα έμαθα να χορεύω και μετά να μιλάω. Από τότε δεν σταμάτησα ποτέ να χορεύω. Το φλαμένκο είναι η παράδοσή μου, η οικογένειά μου», εξιστορεί ο ίδιος. Λέει ακόμη ότι δεν του αρέσει ο τρόπος που πολλοί συμπατριώτες του εμπορεύονται το φλαμένκο. Δεν είναι εύκολο. Το παραδέχεται άλλωστε: «Υπήρξαν περίοδοι που έχασα το κίνητρό μου για τον χορό. Είναι μια πολύ σκληρή δουλειά. Αυτός όμως είναι ο τρόπος της ζωής μου. Αυτός είμαι εγώ. Πρέπει να σου αρέσει πάρα πολύ το φλαμένκο, να το αγαπάς πραγματικά για να συνεχίζεις να βρίσκεις τον σκοπό σου μέσα σε αυτό. Δεν είναι εύκολο να είσαι καλλιτέχνης του φλαμένκο. Αν αφήσεις την εξάσκηση για μία μόνο ημέρα, είναι σαν να την άφησες για μία βδομάδα. Χρειάζεται διαρκώς τριβή. Και, βέβαια, πίστη».
Ο Φαρουκίτο τον ελάχιστο χρόνο που δεν βρίσκεται σε κάποιο ταξίδι ζει στη Σεβίλλη. «Είμαι παντρεμένος και έχω τρία παιδιά. Ο μεγάλος γιος μου θα γίνει σύντομα τεσσάρων ετών και ήδη μπορεί να χορεύει τις διαφορετικές φόρμες του φλαμένκο. Χωρίς να πηγαίνει σε κάποια σχολή και χωρίς να του κάνω μαθήματα εγώ. Μαθαίνει μόνος του, όπως ακριβώς έκανα κι εγώ», λέει με περηφάνια. Επισημαίνει ακόμη ότι αυτή δεν είναι η πρώτη φορά που θα εμφανιστεί στο ελληνικό κοινό: «Εχω ξανάρθει στην Ελλάδα αρκετές φορές. Εχω κάνει κάποια σεμινάρια σε σχολές χορού. Εχω εμφανιστεί και στο Ηρώδειο, όταν ήμουν 22 ετών. Σε μια παράσταση του Αντόνιο Κανάλες. Ηταν μια πολύτιμη εμπειρία», ανακαλεί. Τελικά, τον ρωτώ γιατί κάποιος να σπεύσει στην παράσταση που θα παρουσιάσουν για δύο βραδιές με τη Νατάσα Θεοδωρίδου στο «Φωταέριο». «Γιατί ο κόσμος θα δει μια παράσταση μοναδική. Τη στιγμή δύο καλλιτεχνών που μοιράζονται την ίδια σκηνή».
Πηγή: www.protothema.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου